- εξισώνομαι
- εξισώνομαι, εξισώθηκα, εξισωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ισοθεώ — ἰσοθεῶ, όω (Α) [ισόθεος] (μόνο το παθ.) ἰσοθεοῡμαι, όομαι γίνομαι ίσος με τους θεούς, εξισώνομαι με τους θεούς («Ἡρακλής ἰσοθεωθείς...», Αίσωπ.) … Dictionary of Greek
ισοφαρίζω — (ΑΜ ἰσοφαρίζω) 1. εξισώνω ποσοτικά κάτι προς κάτι άλλο, αντισταθμίζω («ισοφαρίζω τα έξοδά μου προς τα έσοδα») 2. εξισώνομαι, γίνομαι ίσος ποσοτικά με κάποιον («κέρδη και ζημίες ισοφαρίζουν») νεοελλ. (αθλ.) επιτυγχάνω το ίδιο αποτέλεσμα στη… … Dictionary of Greek
παρισώ — όω, Α [πάρισος] 1. κάνω κάτι ίσο με κάτι άλλο, εξισώνω 2. παθ. α) εξισώνομαι με κάποιον, κάνω τον εαυτό μου ίσο ή όμοιο με κάποιον άλλο β) είμαι τόσο μεγάλος όσο... («οὐδὲ νηϊ παρισουμένας πορθμίδι παράσχοιτο ὁ Λάδων νήσους», Παυσ.) 3.… … Dictionary of Greek
πατσίζω — [πάτσι] 1. έρχομαι ίσα ίσα με κάποιον, εξισώνομαι, φθάνω ώς το ύψος κάποιου ως προς την επίδοση 2. ανταποδίδω τα ίσα, ενεργώ προς κάποιον με μια πράξη ηθικά ισάξια προς τη δική του … Dictionary of Greek
συνισούμαι — όομαι, ΜΑ [ἰσοῡμαι] εξισώνομαι, γίνομαι ίσος … Dictionary of Greek
ισοφαρίζω — ισοφάρισα, ισοφαρίστηκα, ισοφαρισμένος 1. μτβ., εξισώνω ποσοτικά κάτι με κάτι άλλο, αντισταθμίζω. 2. αμτβ., εξισώνομαι, γίνομαι ίσος: Η ομάδα μας ισοφάρισε στο τελευταίο λεπτό του αγώνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πατσίζω — πάτσισα 1. δίνω και παίρνω χρέη. 2. εξισώνομαι, γίνομαι ίσα ίσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)